Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΛΤΕΜΙΩΝ







Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα για διακοπές σε ένα ιδιαίτερο χωριό στη νότια Κρήτη. Στο ξενοδοχείο που έμενα γνώρισα την Μαρίνα η οποία εργάζονταν σ΄αυτό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Δεν θα ξεχάσω το πρωινό ρόφημα που αποτελούνταν από ένα μείγμα κρητικών βοτάνων που είχε συλλέξει από τα γύρω βουνά. Ούτε τις λίγες συζητήσεις που κάναμε στην βεράντα του ξενοδοχείου.Την έκπληξη που ένιωσα όταν διάβασα κάποια κείμενα της. Κρατήσαμε μια υποτυπώδη επαφή όλα αυτά τα χρόνια μέσω του διαδικτύου. Η Μαρίνα , κατά την ταπεινή μου γνώμη, διαθέτει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο γραπτής έκφρασης.Θεωρώ ότι τα κείμενα της, παρά τις όποιες ατέλειες, περιέχουν ένα δυνατό και ζωντανό λόγο, με έντονες εικόνες. Με άλλα λόγια είναι ένας γραπτός λόγος που αξίζει κάποιος να τον γνωρίσει, ειδικά στις μίζερες και γκρίζες μέρες που ζούμε.Πήρα λοιπόν την απόφαση και το θάρρος να ζητήσω από την Μαρίνα να μου επιτρέψει να αναρτήσω κάποια από τα κείμενά της.Δέχτηκε. Έτσι σήμερα σας παρουσιάζω με ιδιαίτερη χαρά το πρώτο από αυτά τα κείμενα.



Η Γυναίκα των μελτεμιών.

της Μαρίνας Μ.


     Τα καλοκαίρια εργάζομαι σε ξενοδοχείο. Σε παραθαλάσσιο χωριουδάκι νότια του Νομού Ηρακλείου Κρήτης. Ο τόπος ιδιαίτερος. Διαφορετικός. Αρχαιολογικά ευρήματα αποκαλύπτουν μια ιστορία με ρίζες χιλιόχρονες που μπερδεύονται με ρίζες μύθων και θρύλων που ξεγλιστρούν μες απ” το άπειρο του άχρονου χρόνου. Δεν ξέρεις πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού τελειώνει το παραμύθι σ’αυτόν τον τόπο… Κάποιοι θέλησαν να τον εξερευνήσουν και να εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Ντόπιοι, μα και μακρινοί επισκέπτες καταδύθηκαν στα νερά μιας θάλασσας που καλά κρατεί τα μυστικά της, ψάχνοντας την Ατλαντίδα. Σκαρφάλωσαν στα κακοτράχαλα βουνά τών Αστερουσίων, ψάχνοντας στα αμέτρητα σπηλιάρια των τήν ουσία τών Αστεριών. Διέσχισαν τα φαράγγια του, έσκαψαν τις σπηλιές του, τις πλαγιές και τα ισώματα ψάχνοντας, άλλοι την ιστορία, και άλλοι την τύχη τους… Άλλοι έφυγαν με άδεια χέρια, άλλοι με εικόνες αξέχαστες και ευρήματα που κοσμούν το μουσείο Ηρακλείου, και άλλοι λεηλάτησαν τον τόπο ανώφελα. 

   Κι όμως, μοιάζει ολάκερος. Αυτή η αίσθηση της πληρότητας που αγγίζει την ειρήνη, και που την νιώθουν κάποιοι από τους σύγχρονους επισκέπτες, μένει αμάλαγη και ανεξήγητη. Δεν γίνεται αντιληπτή από όλους. Ούτε περιγράφεται. Κι ούτε σχετίζεται με των ανθρώπων τα έργα. Είναι κρυμμένη κάπου ανάμεσα στα λόγια "εξαιρετικό, ξεχωριστό το κλίμα της περιοχής". 
Μα, είναι κάτι άλλο, απροσδιόριστο, αυτό το "κλίμα", που χαρίζει θεραπεία, βαθύ αναζωογονητικό ύπνο, ενέργεια και ευεξία σε όσους είναι συντονισμένοι στα πεδία του. Ίσως γι'  αυτό έχει ή πιστούς φίλους ή άσπονδους εχθρούς αυτός ο τόπος. Ή σε δέχεται και τον δέχεσαι, ή τον απορρίπτεις και σε διώχνει. Είναι θέμα ταιριάσματος. Συντονισμού. 

   Παρατηρώ τους επισκέπτες χρόνια τώρα. Έτσι εξερευνώ τον τόπο. Από τους ανθρώπους που μαγνητίζει ή απωθεί. Αυτοί μαρτυρούν την ταυτότητά του. Την αλήθεια του. Άλλοι περνούν και φεύγουν και ξεχνούν το πέρασμα τους που τούς ξεχνά. Άλλοι περνούν και φεύγουν και κρατούν μέσα τους ζωντανή την ανάμνηση του τόπου που τους θυμάται. Άλλοι έρχονται και ξαναέρχονται και ψάχνουν τόπο σ’αυτόν τον τόπο για να ριζώσουν και να θυμηθούν… 
   Σήμερα μου κίνησε το ενδιαφέρον μια γυναίκα. Σάββατο Ιούλη μήνα μα δεν κυκλοφορούσε ψυχή στην παραλία. Δεν μπορούσε να σταθεί κανείς με τόσο αέρα. Έπαιρνε τον κόσμο. Σήκωνε την άμμο και την θάλασσα. Αμμοβολές και ραντίσματα αλισάχνης. Στεκόμουν στο πανεμίδι της αυλής και θαύμαζα την αγριάδα του καιρού και τη μάνητα τ’ανέμου. Κάποια στιγμή πρόσεξα ανατολικά ένα σημαδάκι να κινείται πάνω στα βράχια. Άνθρωπος είναι; Με τέτοιο καιρό; Πήρα τα κιάλια.
   Ήταν άνθρωπος. Περπατούσε αργά στην άκρη του όρμου , κοντοστεκόταν, κάθιζε στα βράχια που τα ράντιζε η αρμύρα, σηκωνόταν… Μα τι στο καλό; Καλά είναι; Περπατά δυτικά, περνά τα βράχια και με το που πατά στην αμμουδερή παραλία ρίχνει μια βουτιά μες την κοσμοχαλασιά. Ίσα που πρόλαβα να το δω. Ένα σύννεφο άμμου σηκώθηκε βιαστικά κι έχασα τη συνέχεια. Αααα… μπήκα στην έγνοια του! Άδικα όμως… Λίγο μετά, την ώρα που έκανε μια παύση ο άνεμος για να γεμίσει, τον είδα να βγαίνει.
   Φάνηκε καθαρά τώρα. Ήταν γυναίκα. Ξαπλώνει αργά πάνω στην άμμο δίπλα σ’έναν βράχο που έκοβε την ορμή τ’ανέμου. Σκέπασε μ’ένα πανί το πρόσωπο της κι έμεινε ακίνητη. Ριπές θάλασσας την ράντιζαν, βελονιές άμμου την χτυπούσαν, ακίνητη αυτή. Σαν να κοιμόταν. Αδύνατον! Έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά μου. 

   Οι Ιταλοί έπαιζαν στην τραπεζαρία τάβλι σαν Έλληνες και οι γυναίκες τους πιο δίπλα τα λέγανε σαν Ελληνίδες. Μόνο η γλώσσα ήταν διαφορετική. Και οι γκριμάτσες ίδιες. Δεν ήταν μέρα για κολύμπι σήμερα με τέτοιον αέρα. Τηλεόραση, μουντιάλ, ανέκδοτα και γέλια τρανταχτά. 
   Σε κανένα δίωρο έτυχε να βγω πάλι έξω. Έριξα μια ματιά ανατολικά ψάχνοντας την γυναίκα των μελτεμιών. Έτσι την βάφτισα. 
   Είχε σχεδόν φτάσει μπροστά στην αυλή. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Λεπτή άμμος κάλυπτε το σώμα της. Είχε κολλήσει πάνω της. Άμμος κι αλάτι κρουσταλιασμένο στις άκρες των μαλλιών της, παντού, ακόμα και στα ματόκλαδα της. Με ρώτησε αν μπορεί να χρησιμοποιήσει το εξωτερικό ντουζ. Της απάντησα θετικά. Ελληνικά μιλήσαμε, μα ακόμα και τώρα δεν είμαι σίγουρη από που μπορεί να είναι. Πλύθηκε, πήγε στο αυτοκίνητό της απέναντι, ντύθηκε, ήρθε, κάθισε. Της πήγα νερό και ζήτησε φρούτα. Σε λίγο είχαμε πιάσει την κουβέντα. Της είπα ότι ελάχιστοι τόλμησαν σήμερα να κολυμπήσουν. Ηλιοθεραπεία όμως δεν είδα κανέναν άλλο να κάνει με τέτοιες αμμοβολές! 

Γέλασε διάπλατα σαν παιδί.

 –Εξαρτάται τι ζητά ο καθένας.
 –Καλοκαιρία ζητούν όλοι. Άπνοια, και λάδι τη θάλασσα. Να την χαίρονται. Μικροί μεγάλοι. Γεμίζει τότε η παραλία. Ενώ σήμερα…
 –Σήμερα…, ήταν αλλιώτικη μέρα. Μαζί με τη φωτιά του ήλιου, νερό και γη μες τις ριπές του ανέμου…. μονιασμένα και τα τέσσερα στοιχεία! …είπε ενθουσιασμένη. Επίσης, -συνέχισε σαν να μονολογούσε- είναι σπουδαία άσκηση να κρατάς την εσωτερική σου ηρεμία κάτω από αντίξοες συνθήκες… 
   Δεν είχα τι να πω…γύρισα το κεφάλι κι είδα μες απ’το τζάμι τους Ιταλούς να συνεχίζουν το τάβλι τους παθιασμένοι. Γύρισα πάλι το βλέμμα μπροστά κατά τη θάλασσα. Δίπλα μου η γυναίκα των μελτεμιών αγνάντευε -ένας Θεός ξέρει τι- στο βάθος του ορίζοντα…
   Εκεί που υπήρχε χθες μια γραμμή να χωρίζει την θάλασσα από τον ουρανό. Εκεί που θα τη δω πάλι αύριο, που θα έχει κοπάσει ο αέρας. Εκεί που τώρα αναμαλλιασμένη η θάλασσα χτυπιέται με οργή πέρα απ’τα βράχια πάνω στου ουρανού την ακινησία.
   Σφύριζε ο άνεμος πίσω μας κατηφορίζοντας μες απ' τα φαράγγια. Χαλάρωσα και σφάλισα τα μάτια. Ένιωσα ριπές αλισάχνης και άμμου να με χτυπούν κάτω από τις φλόγες του ήλιου. Ένιωσα την άπνοια που επικρατεί στο κέντρο του τυφώνα.
   Ένιωσα ένα με τη ζωή.




(*) η φωτογραφία στην κορφή είναι του  Νικήτα Κόκκινου, και είναι από τις ακτές των Αστερουσίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου