ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ
Τα χειροκροτήματα σκέπασαν τον απόηχο της
τελευταίας συγχορδίας.
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά προς το κοινό και δείχνει στο βάθος των αναλογιών των εγχόρδων το συνθέτη του έργου που μόλις εκτέλεσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ένας ταπεινός, αδύνατος νέος σηκώνεται και με μια δειλή κίνηση του κεφαλιού του προς τα εμπρός ευχαριστεί μαέστρο και ακροατήριο.
Είναι ο Νίκος Σκαλκώτας...
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά προς το κοινό και δείχνει στο βάθος των αναλογιών των εγχόρδων το συνθέτη του έργου που μόλις εκτέλεσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ένας ταπεινός, αδύνατος νέος σηκώνεται και με μια δειλή κίνηση του κεφαλιού του προς τα εμπρός ευχαριστεί μαέστρο και ακροατήριο.
Είναι ο Νίκος Σκαλκώτας...
Τη σκηνή αυτή περιγράφουν παλιά στελέχη της ορχήστρας και μοιάζει
να απεικονίζει τη ζωή του προικισμένου αυτού βιολιστή και συνθέτη.
Την απεικονίζει, διότι πράγματι στα τελευταία αναλόγια της ορχήστρας καθόταν ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης μουσικής. Στα τελευταία αυτά αναλόγια καθόταν ένας αριστούχος βιολιστής του Ωδείου Αθηνών, του σκληρά αυστηρού Ωδείου Αθηνών.
Την απεικονίζει, διότι πράγματι στα τελευταία αναλόγια της ορχήστρας καθόταν ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης μουσικής. Στα τελευταία αυτά αναλόγια καθόταν ένας αριστούχος βιολιστής του Ωδείου Αθηνών, του σκληρά αυστηρού Ωδείου Αθηνών.
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε
στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου το 1904 σ’ ένα έντονα μουσικό περιβάλλον. Ο πατέρας
του, Αλέκος Σκαλκώτας, ήταν αυτοδίδακτος φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της
Χαλκίδας, και ο πρώτος του δάσκαλος. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να
μαθαίνει βιολί με το θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην
Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης στο Ωδείο
Αθηνών όπου αποφοίτησε παίρνοντας το Πρώτο Χρυσό Βραβείο για την ερμηνεία του
στο «Κοντσέρτο για βιολί» του
Μπετόβεν το 1920. Το 1921, έφυγε για σπουδές στο Βερολίνο έχοντας εξασφαλίσει
σειρά υποτροφιών αρχικά από το Ίδρυμα και στη συνέχεια από τον Εμμανουήλ
Μπενάκη. Έζησε στο Βερολίνο ως το 1933 όπου αρχικά πήρε μαθήματα βιολιού από
τον Willy Hess. Το
1923 αποφάσισε να εγκαταλείψει την καριέρα του σαν βιολονίστας και έγινε
συνθέτης. Σπούδασε σύνθεση με τους Paul Kahn, Paul Juon, Kurt Weill και Arnold Schoenberg ο
οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες
για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση
προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με τη γερμανίδα σύντροφό του, τη
βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη
και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Το 1933, όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην
εξουσία, ο Σκαλκώτας γύρισε στη Ελλάδα. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί ο
Σκαλκώτας να γύρισε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, είναι ότι η υποτροφία που
χρηματοδοτούσε τις σπουδές του έληξε. Στην Αθήνα αναζήτησε άλλους τρόπους
χρηματοδότησης, που θα μπορούσε να ήταν κάποια άλλη υποτροφία ή εργασία. Πάντως
γρήγορα απογοητεύτηκε από την κατάσταση στη μουσική πραγματικότητα της Αθήνας
της εποχής.
ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΠΛΑΚΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ |
Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι
συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν
μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα.
Ισχυριζόντουσαν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους
κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν ήταν τρελός! Ο
μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη
συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το
πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις
«καρέκλες» τους.
Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον
Σκαλκώτα. Για να ζήσει καταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία
αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της
Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, άρχισε
να συνθέτει πυρετωδώς από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα.
Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις
ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.
Μία
ημέρα, όπως περιγράφει ο πιανίστας και μαέστρος Γιώργος Χατζηνίκος, είχε πάει
στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Δήμου Αθηναίων (εκεί που βρίσκεται σήμερα το
πνευματικό κέντρο) για να εξεταστεί, καθώς έπασχε από κήλη. Περίμενε στην ουρά
ώσπου το ιατρείο έκλεισε στις μία, οπότε έφυγε για να επιστρέψει την επομένη.
Δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την γνωριμία με τον γιατρό (από τον καιρό του Βερολίνου)
για να περάσει μπροστά στην ουρά, ούτε είχε την οικονομική δυνατότητα να πάει
αλλού, καθώς είχε ήδη κλείσει θέση σε κλινική για την ετοιμόγεννη γυναίκα του.
Το βράδυ τον έπιασαν οι πόνοι και τύλιξε το στόμα του με πετσέτες για να μην
τον ακούσει η γυναίκα του, ταραχτεί και θέσει σε κίνδυνο το αγέννητο παιδί
τους. Το πρωί είχε πεθάνει. Την επομένη γεννήθηκε ο γιος του, ο οποίος έγινε
αργότερα πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι. Ο Σκαλκώτας, εκτός από το ήθος του, μας
κληροδότησε τουλάχιστον 110 έργα.
Σήμερα, ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται ένας από τους
σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Ο αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός
Χανς Κέλερ πλειοδοτεί και σε ένα κείμενό του αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες
του 20ου αιώνα τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς.
Για την δισκογραφία του Νίκου Σκαλκώτα πατήστε:
Το εξαιρετικό αφιέρωμα στον Σκαλκώτα από την εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου