Με την ευκαιρία της τρέχουσας επικαιρότητας περί του Παγκόσμιου Συμφώνου του ΟΗΕ για την Μετανάστευση, θέλησα να καταθέσω την σκέψη μου και παράλληλα μια μαρτυρία.
Η ροή ενός ποταμιού εξαθλιωμένων ανθρώπων από τα βάθη της Ασίας αλλά και της Αφρικής προς την Ευρώπη αλλά και γενικότερα προς τη Δύση είναι αναπόφευκτη και ασυγκράτητη.
Ο άνθρωπος στην μακραίωνη ιστορία του, αναζητεί πάντα μέρη που είναι ασφαλέστερα και έχουν προοπτικές καλύτερης διαβίωσης. Αυτή η ενστικτώδης τάση αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής σε ασφαλέστερους τόπους δεν είναι δυνατόν να εμποδιστεί. Είναι μια πραγματικότητα. Το ζήτημα όμως που προκύπτει είναι κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ενσωματωθούν σε κοινωνίες διαμετρικά αντίθετες με τις δικές τους. Το πρόβλημα της ενσωμάτωσης μόλις έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται. Τι θα επακολουθήσει είναι ένας πραγματικά δύσκολος γρίφος που όμως θα λυθεί με επώδυνο τρόπο από την φυσική νομοτέλεια των πραγμάτων. Το σίγουρο είναι ότι η Δύση θα ζήσει πρωτόγνωρες καταστάσεις και μάλλον θα είναι πολύ δύσκολη η προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση που ήδη έχει αρχίσει να διαμορφώνεται.
Πριν περίπου 12 χρόνια έτυχε να διαβάσω ένα βιβλίο με τίτλο : Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ, της Σκανδιναβής δημοσιογράφου Όνσε Σέιερσταντ. Το βιβλίο που έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλλερ, περιγράφει την εμπειρία της δημοσιογράφου από την ζωή της στην Καμπούλ ,όχι σε κάποιο δυτικού τύπου ξενοδοχείο αλλά ως φιλοξενούμενη στο σπίτι ενός εύπορου βιβλιοπώλη με φιλελεύθερες φαινομενικά αντιλήψεις και της δεκαμελούς οικογένειάς του. Η αφήγηση ήταν με μια λέξη,σοκαριστική. Θα πρότεινα λοιπόν να διαβάσετε αυτό το βιβλίο ώστε να αποκτήσετε μια εικόνα από πρώτο χέρι για τους ανθρώπους αυτών των κοινωνιών που μέχρι πριν λίγα χρόνια φάνταζαν μακρινές και εξωτικές στα μάτια μας.
Ακολουθεί μια κριτική του βιβλίου από τον Νικόλα Βουλέλη γραμμένη το 2003.
Το βιβλίο της Οσνε είναι μια μαρτυρία, ένα τεκμήριο που δεν χάνει τη αυθεντικότητά του επειδή του έδωσε λογοτεχνική μορφή. Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που τα έζησε η ίδια ή της τα αφηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές τους, τους τέσσερις μήνες που έμεινε φιλοξενούμενη σε μια αφγανική οικογένεια στην Καμπούλ, ακριβώς για να γράψει το βιβλίο της. Ολα αυτά, λίγους μόνο μήνες μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Η συγγραφέας μάς εξηγεί έντιμα, ήδη από τον πρόλογό της, τις πηγές της, τα πρόσωπα δηλαδή της οικογένειας που μιλούσαν αγγλικά, αλλά και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για την ιστορία μιας συνηθισμένης αφγανικής οικογένειας, γιατί ασφαλώς η πολυμελής ευρύτερη οικογένεια ενός μάλλον εύπορου βιβλιοπώλη, που έχει επιβιώσει μέσα από τις αλλεπάλληλες καθεστωτικές αλλαγές και αναταράξεις στο Αφγανιστάν, ασφαλώς δεν είναι αντιπροσωπευτική περίπτωση.
Η ίδια λέει ότι αυτή η οικογένεια την ενέπνευσε. Εγώ θα έλεγα ότι τα στοιχεία που θέλησε να περιγράψει, οι ανθρώπινες ιστορίες που ξεδιπλώνονται, με τρόπο λιτό και συνάμα αποκαλυπτικό, είναι κοινά στη χώρα αυτή, διαπερνούν τάξεις και κοινωνικά στρώματα, άρα πετυχαίνει να μας δώσει μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα της κατάστασης που επικρατεί γενικότερα.
Η Οσνε δεν αναλώθηκε στη διερεύνηση των ηθών, του τρόπου ζωής μιας έσχατης περιθωριακής κοινωνικής ομάδας - με το βιβλίο της ζωγραφίζει πειστικά το σύνολο του Αφγανιστάν σήμερα. Μιλάει άμεσα για μια οικογένεια αλλά αναφέρεται έμμεσα σε κορυφαία ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατικών ελευθεριών, στον τρόπο λειτουργίας, δηλαδή, μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με τα βιβλία του, που προσπαθεί να τα διασώσει, και μαζί μ αυτά την ιστορία, τον πνευματικό πλούτο και τη μνήμη της πατρίδας του. Οι φιλελεύθερες αντιλήψεις του, όμως, φαίνεται ότι εξαντλούνται εκεί. Μέσα στο σπίτι του είναι ένας βαθιά συντηρητικός και παραδοσιακός άντρας, που απαιτεί πλήρη υποταγή και σεβασμό από όλους -και κυρίως από όλες. Στα πενήντα του παίρνει ως δεύτερη σύζυγο μια πολύ νεότερή του κοπέλα, αλλά μαζί με τα παιδιά του, στο ίδιο σπίτι ζουν τα ανίψια του, η μάνα του, που άρχισε να γεννά στα δεκατέσσερα χρόνια της τα δεκατρία παιδιά της και, η πιο τραγική φυσιογνωμία του βιβλίου, η νεότερη αδελφή του, η δεκαεννιάχρονη Λέιλα, μέσα από τα βάσανα της οποίας παρακολουθούμε τα εξουθενωτικά αδιέξοδα της σημερινής αφγανικής κοινωνίας.
Το βιβλίο δεν είναι μια εξιστόρηση των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων εκεί, δεν είναι ταξιδιωτικές εντυπώσεις ούτε ημερολόγιο μιας πολεμικής ανταποκρίτριας, μολονότι η ίδια είναι μπαρουτοκαπνισμένη από τις συγκρούσεις που έχει καλύψει στην Τσετσενία, το Κόσοβο, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Οι πολιτικές εξελίξεις αναφέρονται, βέβαια, πολύ συνοπτικά, ίσα ίσα για να δοθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται οι ξεχωριστές ανθρώπινες ιστορίες.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική αφήγηση, μέσα από την οποία αναδεικνύονται οι επιπτώσεις στην ατομική ζωή των ανθρώπων από τις εκρηκτικές αντιθέσεις μιας κοινωνίας που υφίσταται τα πάνδεινα, εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα -πραξικοπήματα, επεμβάσεις, αντάρτικα, εμφύλιο πόλεμο, ξένη κατοχή- αλλά στο επίπεδο της διακυβέρνησης φαίνεται ότι επικρατούν ακόμη αναλλοίωτοι ή έχουν επιστρέψει πανηγυρικά οι πατροπαράδοτοι νόμοι της φεουδαρχίας, με το επιβαρυντικό στοιχείο της ολοκληρωτικής καταδυνάστευσης των γυναικών από τον ανδρικό πληθυσμό.
Η Οσνε δεν ήθελε ένα ακόμη ρεπορτάζ που να δείχνει τη γενικευμένη φτώχεια, την εξαθλίωση, τα δεινά και τα θύματα του πολέμου. Διάλεξε τις εξατομικευμένες ανθρώπινες σχέσεις εξουσίας και τις υπόγειες διασυνδέσεις τους με την περιρρέουσα πολιτική και οικονομική κατάσταση, χωρίς να θίγει ή να προσβάλλει, με τις περιγραφές της, ούτε ανθρώπους ούτε σύμβολα.
Δεν νομίζω ότι ο Ελληνας αναγνώστης έχει διαβάσει πιο συγκλονιστικές σελίδες για την τραγικά ανυπόφορη καθημερινή ζωή των γυναικών, στις πιο ιδιωτικές πτυχές της ζωής τους, ιδιαίτερα των νέων γυναικών, σ αυτή την περιοχή -κυρίως στον περιφραγμένο κόσμο τους, δηλαδή το σπίτι, και τον εξίσου περιτειχισμένο με τη ζοφερή μπούρκα εαυτό τους. Οι σελίδες όπου περιγράφει πώς κινούνται οι γυναίκες στο παζάρι, πώς προσπαθούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, να φλερτάρουν, να δείξουν κάτι από το αόρατο σώμα τους, είναι από τις πιο όμορφες μέσα στην τραγικότητά τους.
Η Οσνε έβαλε την μπούρκα όχι μόνο για να διευκολυνθεί στις μετακινήσεις της στην Καμπούλ, αλλά και για να νιώσει στο «πετσί» της τι σημαίνει να είσαι σήμερα γυναίκα στο Αφγανιστάν και όχι μόνο, να μην έχεις δημόσιο πρόσωπο, άρα ούτε προσωπικότητα, να μην μπορείς να λειτουργήσεις ισότιμα πουθενά, ούτε στη δουλειά ούτε στη διασκέδαση ούτε στον έρωτα -να είσαι περίπου διαπραγματεύσιμο και ανταλλάξιμο αντικείμενο.
Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι το καθεστώς των Ταλιμπάν επέβαλε απαγορεύσεις οι οποίες ήταν όχι μόνο πρωτάκουστες -σύγκριση μπορεί να γίνει μόνο με το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη- αλλά αδιανόητες ακόμα και για τις πιο συντηρητικές μουσουλμανικές κοινωνίες. Και δεν πρέπει να αποδίδονται όλα αυτά στο Ισλάμ, μια κουλτούρα που έχει δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού και ανοχής ανά τους αιώνες. Η υποδούλωση και υποταγή της γυναίκας από τους Ταλιμπάν δεν έχει να κάνει με τις παραδοσιακές αντιλήψεις μιας κοινωνίας, που μπορούν να γίνουν σεβαστές εάν δεν προσβάλλουν κατάφωρα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά απορρέουν από μια ακραία δογματική ερμηνεία μιας θρησκείας.
Διαβάζοντας το βιβλίο της, μολονότι έχω ζήσει και ταξιδέψει σε χώρες με πιο ήπιες μορφές κάλυψης των γυναικών, όπως με το χιτζάμπ στις αραβικές χώρες, σκέφτηκα ότι οι σατανικοί εγκέφαλοι που κατασκεύασαν την μπούρκα εφάρμοσαν στην πράξη το «Μεγάλο Αδελφό» του Οργουελ πολύ πριν εκείνος γράψει το διάσημο «1984». Γιατί όταν η «μπούρκα» θέλει να δει κάτι, δεξιά ή αριστερά, στρέφεται ολόκληρη προς τα εκεί και ο άνδρας που τη συνοδεύει ξέρει ακριβώς πού κοιτάει η γυναίκα μέσα από την μπούρκα!
Η συγγραφέας διάλεξε να παραμείνει αθέατη, εκτός από τον πρόλογο και τον επίλογο, όπου μιλά σε πρώτο πρόσωπο. Σε όλο το βιβλίο βλέπει, ακούει, καταγράφει, αλλά δεν μας λέει τι νιώθει και κυρίως δεν κάνει κήρυγμα, δεν κρίνει «αφ υψηλού». Προσωπικά με εντυπωσίασαν οι λεπτομερειακές καταγραφές της, ακόμα και για τα υλικά που χρειάστηκαν για ένα γαμήλιο γλέντι, καθώς και η οξύτατη παρατηρητικότητά της, που αποφέρει έναν πλούτο πληροφοριών, χωρίς φλύαρες κοινοτοπίες. Οσο για τις σκέψεις και τα αισθήματα των άλλων που μας μεταφέρει, δηλώνει ότι τα διασταύρωσε με τους τρεις συνομιλητές της.
Η Οσνε πετυχαίνει με το βιβλίο της πολύ περισσότερα από όσα πάμπολλα άρθρα και εκπομπές. Γιατί μας μεταφέρει στο ακριβές πλαίσιο στο οποίο ξεδιπλώνεται καθημερινά η ζωή των ανθρώπων. Εκεί όπου είχε απαγορευτεί η οποιαδήποτε δημόσια έκθεση έστω και μερικών εκατοστών από το γυναικείο σώμα, εκεί που απαγορεύονταν οι φωτογραφίες οποιουδήποτε ζωντανού όντος, η μουσική, το ξύρισμα, το πέταγμα του χαρταετού, τα μακριά μαλλιά για τους άνδρες, το πλύσιμο των ρούχων στο ποτάμι από τις γυναίκες, ακόμη και η παρασκευή οποιουδήποτε στολιδιού για τις γυναίκες. Οι Ταλιμπάν είχαν απαγορεύσει ακόμη και τα λευκά γυναικεία παπούτσια, γιατί λευκό ήταν το χρώμα της σημαίας τους, και τα τακούνια δεν έπρεπε ν ακούγονται, γιατί ο ήχος τους μπορούσε να ξυπνήσει τη λαγνεία των ανδρών.
Η μεγάλη επιτυχία της Οσνε είναι ότι διάλεξε να δείξει με το βιβλίο της αυτά που πολύ λίγοι καταφέρνουν να δουν. Αυτή η ματιά στα ενδότερα, στα οικεία, μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τι γίνεται σ αυτήν τη γωνιά του κόσμου. Δυστυχώς, δεν μπορώ να είμαι περισσότερο αισιόδοξος από κείνην προσδοκώντας ριζικές αλλαγές προς το καλύτερο.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΒΟΥΛΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/12/2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου