Λόγω της ημέρας αντί ευχών που τις θεωρώ αταίριαστες για ένα τόπο όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να γελούν και να ονειρεύονται, αναρτώ έναν Ψαλμό από το Άξιον Εστί.
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΨΑΛΜΟΣ Γ΄
τον ολοένα ερημούμενο
από τις φυλές των Ηπείρων
κι απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο δυο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ,
πάρεξ θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
και πάρεξ τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο ταχύτερο της πέτρας αιώνες και αιώνες.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο ντουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μου αντικαταστήσανε
την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσαμε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου πατήσανε και στην πέτρα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε,
την τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν,
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου