Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ ΓΡΑΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ



Αποτέλεσμα εικόνας για ικαριωτικο καφενειο


Πολλά έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί για την μακροζωία των κατοίκων της Ικαρίας. Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις ο μύθος περιπλέκεται με την πραγματικότητα και δίνει τροφή για να θεριέψει η συζήτηση γύρω από το μυστικό των Ικαριωτών που ζουν την ήρεμη ζωή τους χαροξεχασμένοι σε κάποιο χωριό της Ικαρίας. Στο παρακάτω γλαφυρό κείμενο που το αλίευσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό Ikariamag.gr ο Ικαριώτης Βασίλης  Δουρής περιγράφει ένα περιστατικό με μια υπέργηρη Ικαριώτισσα η οποία αποκαλύπτει το μυστικό ή σωστότερα ένα μεγάλο μέρος του. Απολαύστε την διήγηση και αρχίστε να καφενεδίζετε





"Τον καιρό που μέναμε σπίτι της, ένα καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, θα ‘ταν περίπου εξήντα χρονών. Ήταν με άσπρα μαλλιά και μου φαινόταν πολύ γριά τότε (εγώ θα ‘μουν τεσσάρων-πέντε).  Την έβλεπα αραιά και που όλα αυτά τα χρόνια και τη χαιρετούσα· την είδα και ανήμερα το Πάσχα που πήγαινε στον αμαξωτό στητή και κοτσονάτη, με ένα ραβδί που χρησιμοποιούσε μάλλον για σκήπτρο παρά για μπαστούνι. Αναρωτήθηκα πόσων χρονών να είναι τώρα, και γυρνώντας σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι τον περνάει τουλάχιστον δέκα χρόνια. «Άρα είναι ενενηνταπέντε το λιγότερο», σκέφτηκα.
Το απόγευμα ήρθαν κάποιοι φίλοι να πιούμε ένα κρασί. Πιάσαμε κουβέντα μεταξύ άλλων για την περίφημη καριώτικη μακροζωία, με αφορμή μια πρόσφατη εκπομπή, και ανασκοπήσαμε τα σχετικά παραδείγματα, από τον παπά που οδηγάει τη γουρούνα στο Καρκινάγρι μέχρι τον τύπο που υποτίθεται ότι θεραπεύτηκε από τον καρκίνο πίνοντας κρασί (λέμε τώρα...) ενώ οι γιατροί του σην Αμερική που τον στέλνανε αδιάβαστο υποτίθεται ότι τα τινάξανε ένας-ένας. Κουβέντα στην κουβέντα ανέφερα και την ενενηνταπεντάχρονη· τα πρόσωπα των φίλων μου φωτίστηκαν.
Την είχαν δει νωρίτερα το μεσημέρι σε ένα άλλο σπίτι· για εκεί πήγαινε στητή και κοτσονάτη. Επιβεβαίωσαν ότι είναι ενενηνταπέντε πατημένα, αν και δείχνει και πολύ νεώτερη. Λένε ότι κάποτε ο γιος της (εξηνταπέντε-εβδομήντα θα είναι) την πήγε να την εξετάσει ένας γιατρός στην Αθήνα που τη βρήκε φυσικά υγιέστατη· στην επιστροφή πήραν ταξί και ο γιος είχε ανοιχτό το παράθυρο. «Αγόρι μου», του λέει η μάνα, «κλείσε το παράθυρο μην κρυώσεις» - και ο ταξιτζής σχολίασε με θαυμασμό: «Σε προσέχει η γυναίκα σου, ε;».
Όταν ήρθαν από το National Geographic να κάνουν έρευνα, της πήραν συνέντευξη. Τη ρώτησαν αν τρώει κόκκινο κρέας.
- ‘Εν το βάζω στο στόμα μου, απάντησε εκείνη εμφατικά.
- Νο ρεντ μητ, 
επιβεβαίωσε ο γιος που εκτελούσε χρέη μεταφραστή. Όνλυ γουάιτ μητ.
Τώρα λοιπόν που την είχανε πρόχειρη στο σπίτι, οι φίλοι μου δε χάσανε την ευκαιρία να την ανακρίνουνε.

- Κι αλήθεια δεν τρως κόκκινο κρέας;
- Εεε... 
επιβεβαίωσε η γυναίκα. Εδωνά μου κάθεται το κόκκινο, άμα φάω κρέας τρώω το άσπρο.
- Δηλαδή τι; Κοτόπουλο, ας πούμε;
- Κοτόπουλο; Όχι, ‘ε μ’ αρέσει...
Και συμπλήρωσε:
- Αυτοδά που ‘ναι γύρω-γύρω από το κόκκινο, το ξύγκι μ’ αρέσει, το άσπρο…

Η απάντηση εμφανώς δεν ενέπιπτε στον ορισμό της υγιεινής διατροφής. Οι φίλοι μου επέμειναν λίγο παραπάνω.
- Ψάρι δεν τρως;
- Ε, καμμιά σαρδέλα παστή, καμμιά ρέγγα... Να 'ναι αλμυρό...
Τσίμπησε λίγη πέτσα από το αρνί για μεζέ. Της έβαλαν και κρασάκι, ήπιε μερικά ποτήρια.
- Το πίνεις το κρασάκι;
- Ε, το πίνω, αλλά πίνω κοκα-κόλα πιο πολύ
.
Ύστερα έφαγε κι ένα εκμέκ κανταΐφι. Είπε στη νοικοκυρά που είχε χηρέψει πρόσφατα (την περνάει είκοσι χρόνια) να μην τρέχει μόνο στα νεκροταφεία, ούτε να κάθεται μέσα, να βγαίνουνε παρέα να καφενεδίζουνε.

- Καφέ θέλεις; Να σου κάνουμε; τη ρώτησαν.
- Ε, κάμε μου, χρυσό μου.
- Πώς τον πίνεις;
- Με τρεις κουταλιές ζάχαρη.
- . - . -
«Εσύ που είσαι κι επιστήμονας, τι συμπέρασμα βγάζεις;» με ρώτησαν οι φίλοι μου. Το σκέφτηκα λίγο· προφανώς δεν έβγαινε άκρη με τα ξύγκια και τα αλίπαστα, τα γλυκά και τις κοκα-κόλες, που απομυθοποιούσαν ολοσχερώς την κρατούσα αντίληψη περί ικαριακού blue zone. Κοίταξα το κατσικάκι στην πιατέλα, τα τυριά, τα αυγά και τη λαμπροκουλούρα. Έβαλα κρασί στα ποτήρια.
- Τελικά νομίζω ότι το μυστικό είναι να μην κάθεσαι μέσα, να βγαίνεις με παρέα και να καφενεδίζεις.
Και σήκωσα το ποτήρι μου εις υγείαν της παρέας – κι όξω βάσανα."
Βασίλης Δουρής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου