Σαν σήμερα το 1974 πέθανε ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Όλοι πάνω - κάτω γνωρίζουν τον μπαρμπα- Κώστα από τα ποιήματά του που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, με κορυφαίο τους Μοιραίους. Ένα ποίημα αυτό το έγραψε σε μια ταβέρνα, το γνωστό Δίπορτο που βρίσκεται πίσω από τη Βαρβάκειο Αγορά. Ο Βάρναλης ήταν ένας πραγματικός εργάτης της ποίησης που ποτέ δεν αποζητούσε τη δημοσιότητα. Είναι σε λίγους γνωστό ότι ο μπαρμπα Κώστας ήταν λάτρης της ταβέρνας και του ωραίου φύλλου. Σήμερα λοιπόν θα αναδημοσιεύσω το τελευταίο ποίημα που έγραψε το καλοκαίρι του 1974 λίγους μήνες πριν πεθάνει, καθώς και την ιστορία για το πως το έγραψε. Το ποίημα αυτό δεν έχει δημοσιευθεί σε καμιά συλλογή του ποιητή.Ίσως γιατί είναι λίγο πιπεράτο. Είναι μια ωδή στα Μουνάκια. Διαβάστε την ιστορία και το ποίημα από το παρακάτω άρθρο που βρήκα στον ιστότοπο www.sarantakos.com.
Το άρθρο του Τάκη Παπαλεονάρδου, γραμμένο το 1994
Απόψε έχω την τιμή να σας παρουσιάσω ένα ανέκδοτο ποίημα του Κώστα Βάρναλη. Το ποίημα αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 1974 στην Αίγινα, λίγους μήνες πριν πεθάνει ο ποιητής, το Δεκέμβρη του 1974.
Ο Βάρναλης είχε παλιά σχέση με την Αίγινα. Τη δεκαετία του 1920 έμεινε κάμποσο καιρό εκεί. Εκεί έγραψε το πρωτοποριακό του έργο «Το φως που καίει». Εκεί εμπνεύστηκε και έγραψε πολλά ποιήματα, όπως τη Μπαλάντα του Αντρίκου. Η Κατερίνα, η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία, όλοι αυτοί ήταν υπαρκτά πρόσωπα, τη Ζηνοβία την πρόλαβα κι εγώ, πέθανε πριν 6-7 χρόνια [= περί το 1987]. Την εποχή εκείνη ο Βάρναλης έκανε πολύ παρέα με τον παππού μου, τα είχαν φτιάξει με δυο αδελφές και πολλές φορές έπαιρναν τη νύχτα τη βάρκα του καμπούρη Αντρέα για βόλτα προς τη Μονή, ένα νησάκι απέναντι από την Αίγινα… Τέλος πάντων, μακρηγορώ.
Ο Βάρναλης λοιπόν είχε φτιάξει παλιές φιλιές στην Αίγινα. Μια απ’ αυτές ήταν με τον Νίκο Ζωγράφο, επιφανή δημοκράτη του νησιού και συχνά υποψήφιο σε δημοτικές εκλογές –το 1975 έχασε τη δημαρχία για 6 μόνο ψήφους. Ο Ζωγράφος ήτανε και σόι μας, η μητέρα του με τη μητέρα του παππού μου ήταν ξαδέλφες (ή κάπως έτσι). Το καλοκαίρι του 1974 λοιπόν είχε έρθει ο Βάρναλης στην Αίγινα, και βρέθηκε με τον Ζωγράφο στο καφενείο. Ήτανε μαζί τους και μερικοί φίλοι. Κάποιος λέει του Βάρναλη, «γράψε κάνα ποίημα». Ο Βάρναλης λέει λοιπόν, «θα γράψω ένα για τον φίλο μου το Νίκο». Και εκεί σ’ ένα χαρτάκι έγραψε το παρακάτω ποίημα που το χάρισε στον Νίκο Ζωγράφο. Η θεία μου το αντέγραψε στο σπίτι του Ζωγράφου. Από παλιά γνώριζα την ύπαρξη του ποιήματος, αλλά η θεία μου αρνιόταν να μου το δείξει γιατί ήταν… «σόκιν». Πάντα μου’ λεγε «όχι, είσαι μικρός». Κάποια στιγμή το ξέχασα κι εγώ και πέρασαν κάμποσα χρόνια. Τα τελευταία Χριστούγεννα, που κατέβηκα Ελλάδα, το θυμήθηκα πάλι και μου τόδωσε επιτέλους.
Ο Νίκος ο Ζωγράφος πέθανε γύρω στο 1980. Η θεία μου θυμάται πως η γυναίκα του είχε κάνει καδράκι το ποίημα και το είχε κρεμασμένο στο σαλόνι της στην Αίγινα. Δεν ξέρω αν υπάρχει πουθενά το χειρόγραφο κείμενο του Βάρναλη ή άλλα αντίγραφά του.
Ιδού λοιπόν το ως τώρα ανέκδοτο ποίημα του Βάρναλη, αφιερωμένο και χαρισμένο στον Νίκο Ζωγράφο:
ΤΑ ΜΟΥΝΑΚΙΑ
Ιδού λοιπόν το ως τώρα ανέκδοτο ποίημα του Βάρναλη, αφιερωμένο και χαρισμένο στον Νίκο Ζωγράφο:
ΤΑ ΜΟΥΝΑΚΙΑ
Μουνάκια φλογισμένα σαν τα ρόδα
Σαν του νεοφούρνιστου ψωμιού τη θραψερή ζεστοβολιά
Μες τα τρεμόπαχα μεριά σας
που ονειρεύεστε νυχτιές οργιακές
Παρθενικά μουνάκια!
αργοσαλεύουν τα χειλάκια
τα χνουδωτά!
Σαν γαρούφαλλων ανεμόσειστα φυλλάκια
Σαν στοματάκια διψασμένα
από ποια δίψα;
Και κάπου κάπου αργοκυλά
στων διακαμένων σας χειλιών την άκρη
της βαρβατίλας καβλομύριστο ένα δάκρυ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου