Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ










Με αφορμή τη βεβήλωση του αγάλματος του Κατσαντώνη από ένα έφηβο που δεν γνωρίζει σε τι χώμα πατά, αναρτώ ένα κείμενο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη αφιερωμένο στη μνήμη του προεπαναστατικού ήρωα-μάρτυρα Αντώνη Κατσαντώνη (Αντώνης Μακρυγιάννης 1775 -1808).



Ανθηρά και αειθαλής διατηρείται πάντοτε η μνήμη του Κατζαντώνη, πάμπολλοι δε των επιβιωσάντων αυτού ομηλίκων ενθυμούνται ακόμη την ανέκφραστον τόλμην του προσώπου του, την ευκαμψίαν των μελών του και την απαραδειγμάτιστον ωκύτητά του. Απίστευτα και πολυειδή είναι τα τολμήματα του Κλέφτου τούτου κατά του Αλή Πασά, όστις έβλεπε πάντοτε και πανταχού ως φάσμα ενώπιόν του τον ατρόμητον αθλητήν.
Ο Βελή Γκέκας, Αλβανός υπό την υπηρεσίαν του σατράπου,
 επίφοβος εις πάντας, τολμητίας και αιμοβόρος, είχεν αποκλειστικώς αφιερωθή εις την καταδρομήν του ακαταμαχήτου Κατζαντώνη. Αλλά και ούτος δεν διέφυγε τον θάνατον, φονευθείς υπό του ήρωός μας εις την εν Κρύα Βρύση αείμνηστον συμπλοκήν.
Δύο δημοτικά άσματα αφιερώθησαν εις το ανδραγάθημα τούτο παρά
 του ανωνύμου και μεγάλου ποιητού ημών, του λαού. Αλλ’ ούτε ήκουσα, ούτε ανέγνωσα έτερον, ένθα να εξυμνείται άλλος τις των τοσούτων του ήρωος άθλων.
Πολλάκις το πλήθος των εχθρών τον ηνάγκαζε να εισέρχεται εις
 Λευκάδα ως εις άσυλον και πολλοί των φίλων μου ενθυμούνται αυτόν ακόμη καθήμενον επί της χλόης, έχοντα εις το πλευρόν του τον πελώριον Λεπενιώτην και περιστοιχιζόμενον υπό των συνεταίρων αυτού λύκων και τίγρεων. Τα όπλα του ήσαν πολυτελέστατα· μαύρη εκ της πολυχρονίου τριβής η φουστανέλα, πανταχού του σώματός του έλαμπεν ο χρυσός και ο άργυρος. Αναστήματος μετρίου, το όμμα του ήτο κεραυνός. Μέλας, μακρός και δασύς ο μύσταξ, οφρείς νεφελώδεις, γλυκία και αρμονικωτάτη η φωνή του.
Αλλά πώς να μη διαμνημονεύση τις ότι κατά το 1805 και 1806
 συνήλθον εις Λευκάδα άπαντες οι διασημότεροι αρματολοί της Αιτωλίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας υπακούοντες εις την φωνήν εκείνου, ούτινος εν τη καρδία ενεφώλευεν έκτοτε η ιδέα της ελληνικής ανεγέρσεως και όστις απήλαυσεν είκοσι πέντε περίπου έτη μετά ταύτα εντός ναού ορθοδόξου εν Ναυπλίω βραβείον της προς το έθνος αγάπης του μάχαιραν και μόλυβδον;

Τότε οι λεοντοκάρδιοι εκείνοι ανεγνώρισαν ομοθυμαδόν την υπεροχήν του Κατσαντώνη, ανακηρύξαντες αυτόν πολεμάρχον και παντός ανδρείου ανδρειότερον. Ωργανίζετο βεβαίως τότε και υπεθάλπετο υπ’ εξόχων ανδρών κίνημά τι κατά του Αλή, όστις εν Πρεβέζη, ώσπερ ελλοχών παρεφύλαττε και κατεσκόπευε πάντα των αρματολών τα κινήματα. Αλλ’ ο Κατσαντώνης, όστις δεν είχε μάθει ποτέ ν’ αριθμεί τους εχθρούς του, ώμνυεν επί της σπάθης του ότι με μόνα τα παλικάρια του ήθελε σύρη αιχμαλώτους εις Λευκάδα τας χιλιάδας των Αλβανών, τας οποίας ο Βεζίρης έντρομος επεσώρευσεν εν Αμβρακία.
Δυστυχώς κατά τας ημέρας εκείνας προσεβλήθη ο γενναίος υπό της
 φλογιάδος και ησθένησε βαρέως. Μόλις είχε συνέλθει ολίγον, μη δυνάμενος να υπομείνη πλέον την αδράνειαν, εις την οποίαν τον κατεδίκαζεν η ασθένεια, λάθρα ανεχώρησε μετά του αδελφού αυτού Γεωργίου, του επονομαζομένου Χασώτου, εις Άγραφα, βέβαιος ν’ αναλάβη την προτέραν ρώμην, άμα ήθελεν αναπνεύση τον ελεύθερον και καθαρόν αέρα των φιλτάτων αυτού ορέων. Διέμεινεν ημέρας τινάς εντός μονής θεραπευόμενος και περιθαλπόμενος υπό των αγίων εκείνων καλογήρων.
Αρματολοί και μοναχοί, ελευθερία και θρησκευτικόν αίσθημα,
 εχθροί των τυράννων και λειτουργοί της Θεότητος πρότερον και διαρκούσης της ελληνικής γιγαντομαχίας απαντώνται αμοιβαίως χειραγωγούμενοι, ενθαρρυνόμενοι, βοηθούμενοι.
Αλλ’ ο Κατσαντώνης, όστις εγνώριζεν ότι το
 πονηρόν όμμα του αδιαλλάκτου εχθρού του εισέδυε πανταχού, φοβούμενος ίσως προδοσίαν τινά, ασθενής έτι και πυρέσσων, παρήτησε το άσυλόν του και κατέφυγε μετά του Γεωργίου εις τι σπήλαιον απόκρυφον και άγνωστον τοις πάσιν. Είς μόνος ιερεύς (αισχύνομαι αναμιμνήσκων το κακούργημά του!) εισήρχετο εις το καταφύγιον εκείνο, προμηθεύων εις αυτούς τα προς το ζην, και ούτος επρόδωσε τους δύο αδελφούς.
Εξήκοντα Αλβανοί, έχοντες επί κεφαλής τον Ιουσούφ Αράπην,
 αίφνης περιεκύκλωσαν το σπήλαιον, ούτε ήθελον αρκέση αν ο Κατσαντώνης δεν ησθένει βαρέως. Εις την δεινήν αυτήν θέσιν ο Γεώργιος ήρπασεν επί των ώμων αυτού τον αδελφόν και εξήλθε του σπηλαίου φονεύων και τραυματίζων ανηλεώς τους πρώτους Αλβανούς, τους οποίους απήντησεν. Έδραμε προς το όρος φέρων πάντοτε το ιερόν εκείνο φορτίον και μαχόμενος και οπισθοχωρώνεφόνευε και άλλους των εχθρών, μέχρις ου ασθμαίνων και πληγωμένος ηχμαλωτίσθη, μη θελήσας να σωθεί παραιτών τον γλυκύτατον αυτού αδελφόν.

Αιωνία αυτών η μνήμη!

Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,

σταυραητοί και πέρδικες, ξηφτέρια, χελιδόνια,

ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.

Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.

Ένας παπάς τον πρόδωκε! Μαχαίρι να του γένη

η κοινωνιά που το ’βαψε τ’ αφορεσμένο στόμα,

θηλειά κι αστρίτης στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι,

να μη βρεθή πνευματικός να τον ξεμολογήση

κι αγαπημένα δάκτυλα τα μάτια του να κλείσουν!


Το γκαρδιακό τ’ αδέρφι του, ο Γιώργος ο Χασώτης,

έξυπνος ακουρμαίνεται, κοιμάτ’ ο Κατσαντώνης.

Η ευλογιά τον έψησεν, η θέρμη τον ανάφτει.


–Ξύπν’, αδερφέ μου, ξύπνησε στον ώμο να σε πάρω·

πλακώσανε οι λιάπιδες και θα μας πιάσουν σκλάβους.

–Τρέχ’, αδερφέ μου, γλίτωσε, μη με ψυχοπονιέσαι.

Κι αν μ’ αγαπάς και πιθυμάς να πάω φχαριστημένος,

κόψε μου το κεφάλι μου μη μου το πάρ’ ο Αράπης

και φέρ’ το πάνω στ’ Άγραφα, και διάλεξ’ ένα βράχο

και δος του το να το φορή, κορφή του να το κάμη,

να το φορή, να το βαστά σαν περικεφαλαία.

Έλ’, αδερφέ μου, γλήγορα, γλήγορα να με κόψης

να πάγω κει ψηλά ψηλά, να φύγω δώθε μέσα,

νάρχονται μαύρα σύγνεφα, νάρχοντ’ αστροπελέκια

να μου θυμάνε το καπνό, να μου θυμάν’ τη λάμψι

του τουφεκιού μου, π’ ορφανό στα χέρια σου θα μείνη.

Να τ’ αγαπάς, να το φιλής, να τόχεις σαν αδέρφι.


Ο Γιώργος εκατάλαβε πως τ’ ανεβαίν’ η θέρμη,

τον άρπαξε στον ώμο του κι απ’ τη σπηλιά πετιέται.

Επήρε τον ανήφορο, στο ξάγναντο προβαίνει,

εξήντα βλέπει Τσάμιδες που τον εκυνηγούσαν.

Κάθε φορά που σίμωναν, έστενε μετερίζι

του Κατσαντώνη το κορμί κι άδειαζε τ’ άρματά του.

Χαρά στη μάνα πόκανε παιδιά τέτοια λιοντάρια!

Έτσι κυνηγηθήκανε τα δυο πιστά τ’ αδέρφια,

όσο που βγήκε ο αυγερινός κι αχνίσανε τ’ αστέρια.

Τότε λαβώθηκε βαριά ο Γιώργος στο ποδάρι,

και τους επιάσαν ζωντανούς, στα Γιάννινα τους φέραν.


Και μιαν αυγή στον Πλάτανο, που από μικρό κλωνάρι

εχόντρυνε κι επλάτυνε, βυζαίνοντας το γαίμα,

την ώρα τους την ύστερη, βαριά σιδερωμένα

του Βάλτου, του Ξερόμερου τα δυο θεριά προσμένουν.

Χίλιων λογιώνε σύνεργα, δαυλιά, σφυρί κι αμόνι

σκόρπια στο χώμα βρίσκονται κι εκείνοι τα τηράνε.

Ο Γιώργος σαν κ’ εδάκρυσε για το γλυκό του αδέρφι.

Του Κατσαντώνη μια ματιά, κ’ εστρέφεψε το δάκρυ.

Κι εκεί που διηγούντανε τονα τ’ αδέρφι στ’ άλλο

τα περασμένα νιώτα τους, την κρύα τη βρυσούλα,

το φόβο του Αλήπασα, του Γκέκα τη λαχτάρα,

έξαφν’ αστράφτ’ ένα σπαθί και γέρν’ ένα κεφάλι:

«Χριστός ανέστη, πλάκωσα!» φωνάζ’ ο Κατσαντώνης

κι ένα φιλί, στερνό φιλί από μακρά τού ρίχνει.


Μες στα κλαριά του πλάτανου, μες στα χλωρά τα φύλλα

σα νάταν στο λημέρι της, εκρύφτηκ’ η ψυχή του,

κι εκύτταζε τον αδερφό που τόνε μαρτυρεύουν.


Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι

κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.


Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·

νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,

και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:


Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.


Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,

οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.

Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα

και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα

μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:


Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.


Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,

αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,

κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια

τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,

που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του

κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα

που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλι θα πλακώσουν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου